ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Μιά πραγματική ιστορία
Go to the initial page.

1

Κωσταντινούπολη, Σεπτέμβρης 1964

     Τα μάτια της έπαιξαν ανήσυχα μέσα στις κόγχες τους. Γύρισε και κοίταξε φοβισμένα προς τα πίσω και, αφού βεβαιώθηκε πως δεν μας άκουγε κανείς, μου είπε με φωνή που φανέρωνε περισσή αγωνία:
     - Είσαι πια ολόκληρος άντρας. Πόσες φορές δεν σου είπα πως δεν πρέπει να μιλάς ελληνικά στην μέση του δρόμου; Δε μας φθάνουν όσα μας βρήκανε; Δε φτάνει η καταστροφή πού 'πεσε πάνω μας; Θέλεις να σ' ακούσει κανείς και νά 'χουμε κι άλλες φασαρίες τώρα που ο πατέρας σου είναι μακρυά μας; Τόσο γρήγορα ξέχασες τί τράβηξε ο θείος Σιδερής;
     Είχε δίκιο. Απ' τη μέρα που έφυγε ο πατέρας μου κακήν-κακώς, η γλώσσα της είχε βγάλει μαλλί επαναλαμβάνοντας συνεχώς σε μένα και στην αδελφή μου πως, όταν περπατούσαμε στον δρόμο ή σε δημόσιο χώρο, έπρεπε νάμασταν μουγγοί. Μουγγοί από ανάγκη. Γιατί κινδυνεύαμε. Το να μιλάς ελληνικά στο δρόμο ή σε δημόσιους χώρους στην Τουρκία ισοδυναμούσε περίπου με ανθρωποκτονία από πρόθεση. Ήταν σαν να διασχίζεις με τα πόδια μια Εθνική οδό χωρίς να κοιτάς ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Γιατί στην Τουρκία υπάρχει ένας Νόμος του 1932 «περί εξυβρίσεως του Τουρκισμού». Ο Νόμος αυτός ψηφίστηκε για την τρομοκράτηση και την καταπίεση των μη Τουρκικών πληθυσμών. Αρκούσε η ψευδομαρτυρία δύο ατόμων που θα έλεγαν αορίστως πως, τάχα, έβρισες την Τουρκία ή τους Τούρκους. Η καταδίκη που ακολουθούσε σήμαινε φυλάκιση χωρίς επιστροφή.  Έτσι φοβόμασταν να αρθρώσουμε στον δρόμο ακόμα και μία
λέξη ελληνική, γιατί κινδυνεύαμε να κατηγορηθούμε ότι βρίζαμε την Τουρκία.
Το πάθημα του θείου Σιδερή, πριν από 4 χρόνια περίπου, που γλύτωσε τη ζωή του παρά τρίχα, πληρώνοντας στα «κατάλληλα» πρόσωπα όλα όσα είχε συγκεντρώσει μια ζωή, ήταν πραγματικά πολύ χαρακτηριστικό.
     Ο Σιδερής Βαφειάς, μακρυνός ξάδελφος της μητέρας μου, είχε ένα κατάστημα με φαγώσιμα είδη στο εμπορικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης, στο επάνω μέρος του Καπαλί Τσαρσί. Τυροκομικά, ελιές, βούτυρα, και τρόφιμα γέμιζαν ασφυκτικά το μαγαζί του που έλαμπε από καθαριότητα, λόγος για τον οποίο ήταν δημοφιλέστατο όχι μόνο στους Έλληνες αλλά και στους Τούρκους. Ο θείος Σιδερής ήταν πολύ τσιγκούνης. Είχε δημιουργήσει σημαντική περιουσία με την εργατικότητα αλλά και την τσιγκουνιά του και σ' όλο τον κύκλο των γνωστών και φίλων είχε το παρατσούκλι «παχειά κότα». Είχε φιλοσοφήσει τη ζωή και υπηρετούσε πιστά αυτό που στόχευε -να μαζεύει χρήματα- έτσι δεν τον ενοχλούσε καθόλου που οι συγγενείς κι οι φίλοι τον πείραζαν αποκαλώντας τον «παχειά κότα».
     Τη μέρα εκείνη -ήταν η 30η Αυγούστου 1960- βρισκόταν στο μαγαζί του καθαρίζοντας και τακτοποιώντας εμπορεύματα παρ' όλο που ήταν αργία, επειδή οι Τούρκοι γιόρταζαν την έναρξη της εκστρατείας τους που κατέληξε στην Μικρασιατική καταστροφή του Ελληνισμού τον Σεπτέμβρη του 1922.
     Ξαφνικά, εμφανίστηκε ένας Τούρκος στην πόρτα του μαγαζιού του και με προκλητικό τόνο, σηκώνοντας το χέρι του δεικτικά, του είπε:
     - Ρε γκιαούρη, πώς τολμάς και δουλεύεις σήμερα; Δε σέβεσαι τις αργίες των Τούρκων;
     Ο θείος Σιδερής αψήφισε τον κίνδυνο που διαγραφόταν και χαμογελώντας του απάντησε:
     - Οι αργίες είναι για τους τεμπέληδες! Όταν υπάρχει δουλειά, δεν υπάρχουν αργίες!

13-14


Λεωνίδας Κουμάκης
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Μιά πραγματική ιστορία


Αν προτιμάτε την έντυπη μορφή του βιβλίου, στείλτε μήνυμα στη διεύθυνση
HEC-Books@hec.greece.org


Προηγούμενη σελίδα | Αρχική σελίδα | Διάρθρωση Σελίδων | Επόμενη Σελίδα (15 - 204)


© For Internet 2001 HEC and Leonidas Koumakis. Updated on 19 June 2001.