ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Μια πραγματικη ιστορια
Go to the initial page.

    Στο σπίτι αυτό, που ήταν άνωκάτω, η μητέρα μου προσπαθούσε να ξεχωρίσει αυτά που έπρεπε οπωσδήποτε να πάρουμε μαζί μας. Ρουχισμός, σεντόνια, καμιά κουβέρτα. Υπήρχαν φυσικά πράγματα που δεν μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας, γιατί είχαν δεσμευτεί.
     Υπήρχαν και πράγματα που δε θα μας άφηναν να τα πάρουμε μαζί μας. Αυτά συγκεντρώθηκαν προσεκτικά και παραδόθηκαν στην Εκκλησία. Κάποιος Χριστιανός θα τα είχε σίγουρα ανάγκη.
     Η μητέρα μου συγκέντρωνε σε ένα μεγάλο μπαούλο τα απολύτως απαραίτητα εκείνα είδη που ήθελε να πάρουμε μαζί. Κομμάτικομμάτι γέμιζε το μπαούλο.
     - Να δούμε κι απ' αυτά τί θα μας αφήσουν να πάρουμε τούτα τα ανθρωπόμορφα κτήνη! έλεγε η μητέρα μου. Πράγματι οι Νεότουρκοι, αφού δέσμευαν την κινητή και ακίνητη περιουσία των θυμάτων τους, έκαναν και μία τελευταία, πανηγυρική λεηλασία σε όσα είχαν απομείνει σ' αυτούς που έδιωχναν.
     Ήταν γνωστό σ' όσους εγκατέλειπαν τις εστίες τους πως στα Τελωνεία γινόταν η τελευταία πράξη της λεηλασίας, την οποία άλλωστε έζησα κι εγώ.
     Τελείωνε πια ο Αύγουστος, όταν πήραμε το τελευταίο γράμμα από τον πατέρα μου.
     «Εγώ είμαι σχεδόν έτοιμος να σας υποδεχτώ. Νοίκιασα τελικά το μικρό διαμέρισμα που σας έγραφα στο προηγούμενο γράμμα μου. Η ζωή είναι δύσκολη εδώ στην Αθήνα.
     Τα χρήματα βγαίνουν πιο δύσκολα, αλλά ο Θεός είναι μεγάλος. Όποιος δεν φοβάται την δουλειά δεν χάνεται ποτέ. Δουλεύω μεροκάματα σε ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις σε οικοδομές. Θα μου πείτε βέβαια από Δήμαρχος, κλητήρας. Δεν τά 'παμε όμως; Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Γνώρισα και την οικογένεια του Σιδερή και της Ευαγγελίας.
     Έχουνε τρία παιδιά και το μεγαλύτερο είναι κορίτσι, η Ευγενία, στην ηλικία της Αγγελούς μας. Θα έχει συντροφιά λοιπόν και δεν πρέπει να κλαίει, όπως μαθαίνω. Να είστε έτοιμοι μόλις κλείσω τα εισητήριά σας, στο πρακτορείο εδώ στην Αθήνα, θα σας ειδοποιήσουν να ξεκινήσετε. Να προσέχετε όλοι σας! Καλή αντάμωση!»
     Ήμασταν σε μια διαρκή αναστάτωση περιμένοντας τη μέρα που θα ξεκινήσουμε.
     Ο θυρωρός της πλαϊνής πολυκατοικίας από τα μέσα Αυγούστου κάθε δυο-τρεις μέρες χτυπούσε την πόρτα μας και ρωτούσε πότε θα φύγουμε. Μας έλεγε ότι «αγόρασε» το σπίτι και ότι ήθελε να μετακομίσει αμέσως. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πάντα ευγενικός και χαμογελαστός απέναντί μας. Μέχρι την ημέρα που έμαθε ότι θ' απελαθεί ο πατέρας μου. Από τότε ήταν που άρχισε να μας παρακολουθεί με το μάτι του αρπακτικού που ανυπομονεί να καταβροχθίσει τη λεία του.
     Δεν τολμούσαμε να ρωτήσουμε πότε και πώς αγόρασε το σπίτι. Η μητέρα μου του επαναλάμβανε συνεχώς πως από στιγμή σε στιγμή περιμένουμε ειδοποίηση για να ξεκινήσουμε.
     Έφευγε για να ξαναγυρίσει την επομένη ή το πολύ την μεθεπομένη. Φοβόμασταν μήπως και μας συμβεί κανένα κακό τις τελευταίες μέρες.
     Το απόγευμα της μέρας που πήραμε το τελευταίο γράμμα του πατέρα μου, ο κύριος Κλεόπας, ο ανάπηρος δάσκαλος του επάνω ορόφου, ζήτησε να μιλήσει σε μένα και στην αδελφή μου. Ήταν κάτι που δεν έπρεπε να του αρνηθούμε.
     Το σκαμμένο του πρόσωπο και το επιβλητικό του παρουσιαστικό μας προκαλούσε πάντα φόβο. Μέσα του όμως έκρυβε μια ευαίσθητη καρδιά.
     Η αδελφή μου, βουτηγμένη στη μελαγχολία και την αβεβαιότητα δεν είχε κουράγιο ούτε να κουνηθεί. Έτσι ανέβηκα μόνο εγώ. Η αδελφή του, η δεσποινίς Αλεξάνδρα, που είχε αφιερώσει τη ζωή της στον ανάπηρο, με υποδέχτηκε λυπημένη:
     - Τί θα κάνουμε τώρα εμείς χωρίς τη ζωντάνια σας, χωρίς τις γεμάτες ζωή φωνές σας; με ρώτησε και με οδήγησε στο δωμάτιο που βρισκόταν ο κύριος Κλεόπας.

77-78

Λεωνιδας Κουμακης
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Μια πραγματικη ιστορια


Αν προτιματε την εντυπη μορφη του βιβλιου, στειλτε μηνυμα στη διευθυνση
HEC-Books@hec.greece.org

Προηγουμενη Σελιδα | Αρχικη Σελιδα | Διαρθρωση Σελιδων | Επομενη Σελιδα (79 - 204)


© For Internet 2001 HEC and Leonidas Koumakis. Updated on 19 June 2001.