ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ
Πηνελόπη Δέλτα: ο πρώτος νεκρός τής Ελληνικής Αντιστάσεως
Τίς ημέρες τής Γερμανικής προελάσεως στήν Γαλλία, σφίγγοντας μέ τά τρεμάμενα δάκτυλα τού αριστερού χεριού τό μολύβι στό δεξί της χέρι, η Πηνελόπη Δέλτα χαράζει στό ημερολόγιό της:
« ... 300.000 αιχμάλωτοι σέ 5 μέρες ... Όλα τά φρούρια, τά οχυρά, κατακτημένα ή παραδομένα αμαχητί ... Καί τό Παρίσι στά χέρια τους ... Τό Μεσολόγγι, τό Αρκάδι, τά Ψαρά, τό Σούλι, τάφηκαν μέσα στ' ανατιναγμένα τους μπαρούτια ... Πώς νά καταλάβομε μείς τό ταπεινό γκρέμισμα μιάς Γαλλίας μέσα σ' ένα μήνα; Τό Παρίσι δέν άξιζε νά καή, νά γίνη στάχτη μακάρι γιά νά σωθή η τιμή τής Γαλλίας;»
Κι’ όταν ήλθε η σειρά τής Ελλάδας, δέν μπόρεσε ν' ανθέξη ... Η συνθηκολόγηση ήταν γι' αυτήν αφόρητος πόνος. Καί αυτο-δηλητηριάσθηκε τήν ημέρα όπου μπήκαν οι Γερμανοί στήν Αθήνα. Πέθανε στίς 2 Μαΐου τού 1941, εκείνη πού έγραφε:
«Στόν κόσμο, υπάρχουν πράγματα, ιδέες, αρχές, ιδανικά, πίστες πού βαραίνουν περισσότερο από τήν ζωή».
Εκείνη, τελείωσε τήν ζωή της μέ απόλυτη συνέπεια στίς αρχές της ... Δέν ξέρω, μά τήν σκέπτομαι ως τόν πρώτο νεκρό τής Ελληνικής Αντιστάσεως! ...
Μαρία Τσιριμονάκη
(Από ομιλία της στό Ρέθυμνο, 1962)
(«Μαρτυρίες ’40-‘41» τών Κ. Χ’’Πατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 393)
Σιωπή
Η Πηνελόπη Δέλτα πήρε τό δηλητήριο στίς 10 τό πρωι τής 27ης Απριλίου 1941, τήν στιγμή όπου υψωνόταν στήν Ακρόπολη η γερμανική σημαία μέ τόν αγκυλωτό σταυρό.
Αναζήτησαν τίς κόρες της. Βρήκαν τήν Κα Ζάννα. Όταν τήν είδε, η μητέρα της τής είπε:
- Γιατί άφησες τήν δουλειά σου; Σέ χρειάζονται οι πληγωμένοι ...
Καί μέ σβυσμένη φωνή, προσέθεσε:
- Νά μέ θάψετε στόν κήπο. Στήν ταφόπετρα νά γράψετε μόνο τήν λέξι: ΣΙΩΠΗ
Γ. Κορωναίος
Εφ. Ακρόπολις, 27.4.1969
(«Μαρτυρίες ’40-‘41» τών Κ. Χ’’Πατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 393)
Η κόρη της Αλεξάνδρα Αντ. Παπαδοπούλου, θυμάται:
... Μέ συγκίνησε πού μού ζητάτε «μαρτυρία» σχετικά μέ τόν θάνατο τής μητέρας μου. Είμαι πιά, η μόνη πού επιζώ από μάς πού ζήσαμε κοντά της τίς φοβερές αυτές ημέρες’ αλλά μού είναι δύσκολο, μπορώ νά πώ αδύνατο, ακόμα καί τώρα νά γράψω κάτι γιά κείνες τίς ώρες, δηλαδή ψύχραιμα νά ιστορήσω τί νιώθαμε ή τί ζήσαμε τότε. Πέρασαν σαράντα χρόνια, κι’ όμως, ακόμα η πληγή είναι νωπή, δέν μπορώ νά τήν ξεπεράσω ...
Είχε τήν καθαρή σκέψη έως τήν τελευταία της πνοή’ καί τήν εντολή της γιά τήν λέξη «Σιωπή», όσο καί γιά τήν ταφή της στόν κήπο μας, μάς τήν άφησε γραμμένη, αφού πήρε τό δηλητήριο, πρίν αρχίσουν οι πόνοι.
Η παρατήρησή της στήν αδελφή μου, Βιργινία Ζάννα, είναι γεγονός. Η άλλη μου αδελφή καί εγώ ήμαστε όλη μέρα κοντά της, η Ε. Μαυρογορδάτου γιατί δέν μπορούσε νά κατέβη στήν Αθήνα, όπου εργαζόταν στό Γραφείο Αιχμαλώτων τού Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, καί εγώ, γιατί μόλις είχα γυρίσει από τήν υπηρεσία μου τού Ερυθρού Σταυρού στήν Κορυτσά.
(«Μαρτυρίες ’40-‘41» τών Κ. Χ’’Πατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ 393)