ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ - ΜΑΡΑΜΠΟΥ συνέχεια


Οι προσευχές των ναυτικών

στο Θανάση Καραβία

Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ' ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.

Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.

Οι Κούληδες με τη βαριά ωχροκίτρινη μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.

Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γεμάτοι από ικεσία,
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.

Και οι Ελληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν , το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή ''Πάτερ ημών...''
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.


Καφάρ

Στο Γιώργο Παπά

Να ζείς στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να 'χεις των αναχωρήσεων τη μανία,
μα φεύγοντας απ' το γραφείο τα βραδινά
να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία.

Αλλοτες είχαμε τα πλοία κρυφό σκοπό,
μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα,
είναι τι ίδιο πιά να μένεις στην Ελλάδα
με το να ταξιδεύεις στο Fernando Po.

Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,
μες στα ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν
είν' ένα πράγμα που σκοτώνει τους αρτίστες.

Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλας
κι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεί
από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλλας.

Στην Ταϊτή έζησε μήνες κι ο Λοτί,
αν πας λιγάκι παρακάτου, στις Μαρκίζες,
που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,
καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty.

Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή,
κι οι μαύρες του Μαρόκου που πουλάνε μέλι,
έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη
και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.

Η αυτοκτονία, προνόμιο πιά στα θηλυκά-
κάποτε κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.
Πεθαίνεις πιό σιγά με τα ναρκωτικά,
μα τελευταία κι αυτά τάχουν νοθέψει.

Τοπωνύμια:
Fernando Po: το νησί Μπιόκο στον κόλπο της Γουϊνέας
Ραγκούν: πρωτεύουσα της Μπούρμα
Μαρκίζες: νησιά στον Ινδικό ωκεανό (Marquesas)


ΠΟΥΣΙ
1η έκδοση: Α.Καραβίας, 1947
2η έκδοση: Γαλαξίας, 1961
3η έκδοση: Κέδρος, 1975
4η έκδοση: Αγρα, 1989

Περιεχόμενα

Πούσι
Kuro Siwo
Στεριανή ζάλη
Cambay's water
Αρμίδα
Black and White
Εσμεράλδα
Καραντί
Θαλασσία πανίς
Federico Garcia Lorca
Θεσσαλονίκη
Σταυρός του Νότου
Μαρέα
Λύχνος του Αλαδδίνου


Πούσι

Στην Ελένη Χαλκιούση

Επεσε το πούσι αποβραδύς
- το καραβοφάναρο χαμένο -
κ' έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις.

Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυό του πόδια στις καδένες.
Μη κοιτάς ποτέ σου τις αντέννες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κ' είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ,
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ηρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.


Τοπωνύμια:
Port Pegassu: κόλπος στα Ν του νησιού Στιούαρτ στη Ν. Ζηλανδία
Τοκοπίλλα: λιμάνι στη Χιλή
Εβρίδες: αρχιπέλαγος Δ της Σκωτίας


ΚURO SIWO AUDIO
ΑΡΜΙΔΑ (το πειρατικο...) AUDIO


Cambay's water

Στον Π.Π.Παναγιώτου

Φουντάραμε καραμοσόλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
''κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω''
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.

Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που ' ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει γιά πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ' απόψε-λέω- φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που είπες με θυμό: ''θα βγω άλλη μέρα...''

Τη νύχτα σου 'πα στο καμπούνι μιά ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά : ''Φάλτσο η πορεία...''

Ξημέρωσε κι ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η μαχαράνα του Μυζόρ δε φάνηκε όμως!...
Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.

Σαλπάραμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε τ' αγιάζι.
Ζεστόν αέρα κατεβάζει το μπουγάζι,
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.

τοπωνύμια:
Cambay: ο κόλπος της Βομβάης
Μυζόρ: περιοχή της Ν. Ινδίας


Καραντί

Στο κορίτσι απο το Βόλο

Μπάσσες στεριές, ήλιος πυρρός και φοινικιές,
ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα.
Γνέφουνε δυό στιγματισμένα μαύρα μπράτσα,
που αρρώστειες τα 'χουνε τσακίσει τροπικές.

Παντιέρα κίτρινη- σημάδι του νερού.
Φούντο τις δύο και πρίμα βρέξε το πινέλο.
Τα δυό φανάρια της νυχτός. Κι ο Pisanello
ξεθωριασμένος απ' το κύμα του καιρού.

Το καταντί... Το καραντί θα μας μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντα και σκουριά.
Απο νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά,
κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει.

Ορντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό,
όπως και τότε απ' του Κολόμπου την κουκέτα.
Χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ.

Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς
κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα οργανά τους.
Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους
στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς.

Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια.
Ετσι ως κοιμήθηκες γιά πάντα στα βαθιά
κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά,
διπλά φορώντας των Ινκάς τα σκουλαρίκια.

FEDERICO GARCIA LORCA AUDIO

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ AUDIO


Σταυρός του Νότου

στο Γιώργο Θεοτοκά

Εβραζε το κύμα του γαρμπή.
Ημαστε σκυφτοί κι οι δυό στο χάρτη,
γύρισες και μού 'πες πως το Μάρτη
σ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει.

Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μιά κρίση μαύρου πυρετού.

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.

Το Αλφα του Κενταύρου μιά νυχτιά
με το παλινώριο πήρα κάτου.
Μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
"Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά".

Αλλοτε απ' τον ίδιο ουρανό
έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ' ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι, δυό σελλίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.

Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πιά δεν τα θυμάσαι
και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.

τοπωνύμια:
Nossi Be: νησάκι στη Μαδαγασκάρη (Ινδικός Ωκεανός)


ΤΡΑΒΕΡΣΟ

1η έκδοση: Κέδρος, 1975
2η έκδοση: Αγρα, 1990

Περιεχόμενα:

Μουσώνας
Fresco
Γυναίκα
Yara Yara
Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia
Κοσμά του Ινδικοπλεύστη
Guevara
Θεσσαλονίκη ΙΙ
Fata Morgana
Αντινομία
Cocos Islands
Σπουδή θαλάσσης
Πικρία

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ

Νανούρισμα
Marco Polo
Παιδεία


Mουσώνας

Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.

Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν' ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.

Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρώ, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου 'πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.

Ακόμη ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,
τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ.
Μα ένα πουλί μου μύνησε πως κάποιος άλλος σ' τα 'πε
κάποιος , που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με.

Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.
Πεισματική, και πέταξες χαρτί,φτερό,κλαδί,
όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.
Τι θά 'δινα - ''Πάψε, Σεβάχ'' - για να 'μουνα παιδί!

Αυγή, ποιός δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;
Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.
Και μεις, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρώμα,
στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά.

Ινδικός Ωκεανός 1951

Τοπωνύμια:
Μαρακές: πόλη του Μαρόκου
Παραμέ: μικρή παραλιακή πόλη κοντά στη θάλασσα της Μάγχης
Μινικάπε: ;

ΓΥΝΑΙΚΑ AUDIO


GUEVARA

στον Θ. Καραβία

Ητανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Ελεγε η μάνα του παιδιού: ''Καμάρι μου, κοιμήσου''.
Ομως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμυγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Ομοια με τις Μανιάτισσεσ μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδελφός. Που μ' είδες και που σ' είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιός το 'λεγε, ποιός το 'λπιζε και ποιός να το βαστάξει;
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά.
Στ' όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλλος.
Πέφτει απ' τα χείλη σου , που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.

Τ' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πιά με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί, (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ' ένα αλώνι.)
απόψε οι δύο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλωντας το σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιό φτηνή πραμάτεια.
Εχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.


Θεσσαλονίκη ΙΙ

στη Μυρτώ Κουμβακάλη

Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μυνήματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρείς και μούγινες μορτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.

Τη μάκινα γιά τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ητανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.

Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
με τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
- της Αγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι -
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.

Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο - μάδησε κι έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μιά στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει -
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.

4-1-1974

FATA MORGANA AUDIO


Πικρία

Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που μέτραγε με πόντους την ταρίφα.

Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιριασμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.

Ο,τι αγαπούσα αρνήθηκα γιά το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.

Τον πυρετό στους τροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μιά νύχτα στο Μανάο.
Τη μαχαιριά που μού 'δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και ''σε πονάει με τη νοτιά;'' - Οχι, απ' αλλού πονάω.

Του τρατολόγου τον καϋμό, του ναύτη την ορφάνεια,
του καραβιού που κάθησε την πλώρη τη σπασμένη.
Τις ξεβαμμένες στάμπες μου, που 'χα για περηφάνεια,
γιά σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.

Τι να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Αμερική κι Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυό και πως να το ματίσω;
Κατακαϋμένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.

Κατέβηκε ο Πολύγυροσ και γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.

Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δυό μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σ' αντίκρυσε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.

7 - 2 - 1975

Νανούρισμα για μωρά και γιά γέρους

Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.

Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.

Μα στου νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,

το κουρσεύουν πειρατές,
και δε γύρισε ποτές.

Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλο ασένιο, στο καντίνι.

Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μιά χελώνα,

μια χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.

Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κειοπίσω απ' τη Δολίχα,
τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει Τρίχα.

Καβατζάρει το Σχινάρι,
τονε κλαίγαν κι οι γαϊδάροι.

Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.

Οξω απ' τη Μαδαγασκάρη
ο καιρός έχει λασκάρει.

Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ' αχαμνά του.

Τονε πιάνουνς κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.

Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.

Αριβάρει στο Μακάο
μ' ένα φόρτωμα κακάο.

Ομως βρέθηκε στ' αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.

Αφού το μοσκοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει
Τσου χαιρετάει κινέζικα
και παει για τη Μπομπάη.

Τονε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι.

Τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.

Τσου μαθαίνει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.

Το 'σκασε νύχτα με μουσώνα
μ' όλο το βιός σε μιά κασώνα.

Το μωρό μας με κλωτσάει.
''Τι θα γίνει με το τσάι;
Πνίξε πιά το βασιλιά!''
Α, το πίνουν οι Κινέζοι
σιωπηλοί γουλιά γουλιά.