ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Μιά πραγματική ιστορία
Go to the initial page.

    Το αφιλόξενο, απότομο κτίριο που ήταν βουτηγμένο στις Τούρκικες σημαίες, λες και ήθελε να μην ξεχνάει κανείς την εξουσία των Τούρκων, είχε συγκεντρώσει τα πιο απάνθρωπα ανθρώπινα όντα, με συμπυκνωμένο μίσος και χαιρέκακη διάθεση. Απολάμβαναν καθημερινά την ψυχική και οικονομική εξόντωση που επέβαλαν στον Ελληνισμό της Πόλης και αδιόρατα σου μετέδιδαν και την απογοήτευσή τους γιατί δεν ήταν δυνατή και η φυσική εξόντωση του ελληνισμού.
     Οι προσφιλείς σφαγές των άμαχων πληθυσμών, Εθνική Κληρονομιά των Τούρκων που δοξάστηκε κατ' επανάληψη στον 20ό αιώνα με την σφαγή 1.500.000 Αρμενίων και την εξόντωση ακόμα μεγαλύτερου αριθμού Ελλήνων, Ποντίων και Κούρδων -η εξόντωση των οποίων συνεχίζεται επί ολόκληρες δεκαετίες κάτω από το απαθές και αδιάφορο βλέμμα του «πολιτισμένου» κόσμου-, δεν μπορούσαν δυστυχώς να εφαρμοστούν στον Ελληνισμό της Πόλης.
     Έτσι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την περίπτωση αυτή είναι πιο «εξευγενισμένοι».
Το κτίριο της Γενικής Ασφάλειας βρισκόταν στο Sirkeci.
     Στο ισόγειο ένας τεράστιος χώρος απ' τον οποίο ξεκινούσαν δύο σκάλες, μία από δεξιά και μία από αριστερά που δεν συναντιόταν όμως πουθενά. Έτσι για να φθάσει κανείς στον τέταρτο όροφο, όπου βρισκόταν το Birinci Sube -το τμήμα της πολιτικής αστυνομίας- έπρεπε ν' ακολουθήσει την αριστερή σκάλα.
     Στην είσοδο του τετάρτου ορόφου βρισκόταν, πάνω στην πόρτα, ο θυρεός με τα δύο ισοφέγγαρα της Τούρκικης σημαίας τοποθετημένα αντικρυστά. Μπροστά υπήρχε ένας τεράστιος χώρος και πίσω μια σειρά από κελλιά και μερικά γραφεία.
     Ο πατέρας μου ανατρίχιασε. Είχε ακούσει τόσα πολλά για τις «δραστηριότητες» των ανθρώπων του τετάρτου ορόφου ώστε τον έπιασε κρύος ιδρώτας απλά και μόνο γιατί βρισκόταν εκεί.
     Το παχουλό πρόσωπο με τα μυωπικά γυαλιά που καθόταν στο γραφείο που πήγε ο πατέρας μου δεν έμοιαζε Τούρκος. Μέχρι τη στιγμή που σήκωσε τα μάτια του. Γιατί μόλις δύο πύρινες φλόγες κακίας, φιλτραρισμένες μάλιστα, απ' τα γυαλιά μυωπίας καρφώθηκαν πάνω του, δεν του έμεινε καμμιά αμφιβολία πως ήταν Τούρκος. Και μάλιστα
διατεθειμένος να μεταχειριστεί το θύμα του με υπέρμετρο ζήλο. Από πάνω του ακριβώς ένα πορτραίτο του Μουστεφά Κεμάλ Ατατούρκ που τον κοίταζε αυστηρά.
     - Λέγομαι Γεράσιμος Κουμάκης και ο Αξιωματικός Υπηρεσίας με έστειλε σε σας.
Ο χοντρός έσκυψε σε κάτι χαρτιά και τ' ανακάτεψε.
Μετά από λίγο μουρμούρισε:
     - Κουμάκης Γεράσιμος. Όνομα πατρός Λεωνιντάς; ρώτησε.
     - Ναι Λεωνίδας Μπεη-εφέντη. Γεράσιμος Κουμάκης του Λεωνίδα και της Ζωής.
     Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα. Ένας ψηλός κοκκαλιάρης, κιτρινιάρης με ελαφρό μουστάκι γλύστρισε στο δωμάτιο και κάθησε σε μία καρέκλα, απέναντι απ' τον πατέρα μου, χωρίς ν' ανοίξει το στόμα του. Αυθόρμητα ήλθε στο νου του πατέρα μου η γνώμη που είχε για τους Τούρκους ο μεγάλος Προφήτης του Ισλάμ Μωάμεθ, όπως την είχε διαβάσει: «Δε θα έλθει η ημέρα της κρίσης εφόσον δεν θα έχουν κερδηθεί νίκες εναντίον των Τούρκων, των οποίων τα χαρακτηριστικά είναι μάτια μικρά, τεταμένα προς τ' αυτιά, μύτη πλακωτή και με έκφραση προσώπου κτηνώδη».
     Ο χοντρός ξερόβηξε για να καθαρίσει τη φωνή του και άρχισε:
     - Ξέρεις Κουμάκη πως τ' αδέλφια μας στην Κύπρο υποφέρουν. Τραβούν του κόσμου τα μαρτύρια από τον σατανά με τα ράσα που ακούει στο όνομα Μακάριος. Καταπιέζονται καθημερινά σ' ένα τόπο που ανήκει, φυσικά, στην Τουρκία.

29-30

Λεωνίδας Κουμάκης
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Μιά πραγματική ιστορία


Αν προτιμάτε την έντυπη μορφή του βιβλίου, στείλτε μήνυμα στη διεύθυνση
HEC-Books@hec.greece.org


Προηγούμενη σελίδα | Αρχική σελίδα | Διάρθρωση Σελίδων | Επόμενη Σελίδα (31 - 204)


© For Internet 2001 HEC and Leonidas Koumakis. Updated on 19 June 2001.