ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Μια πραγματικη ιστορια
Go to the initial page.

    Ένας από τους επιδρομείς άνοιξε την πόρτα του κήπου πετώντας έξω το σπασμένο ραδιόφωνο και μερικά πιάτα τη στιγμή ακριβώς που οι ένοικοι του σπιτιού έφθαναν στην παράγκα, στο βάθος του κήπου, πλάϊ στο εργοστάσιο κουταλιών. Μπήκαν μέσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν, προσπαθώντας ν' αποφύγουν τις παγίδες που έστηναν μεσ' το σκοτάδι τα διάφορα αντικείμενα που βρισκόταν σπαρμένα εδώ κι εκεί.
     Πιο κάτω, ο Νίκος Σούκας, κουλουριασμένος κάτω απ' ένα δέντρο, κρατούσε στην αγκαλιά του το γιό του. Προσευχόταν μην ανοίξει το στόμα του και βγάλει καμμιά απ' τις συνηθισμένες του φωνές που ξεσήκωναν τον κόσμο.
     Όλοι τους παρακολουθούσαν πλέον, απ' τα δύο διαφορετικά μέρη του κήπου, την καταστροφή του σπιτιού τους, με μάτια γουρλωμένα απ' τον τρόμο. Μεσ' την παράγκα, η Όλγα Βαφειά-Σούκα δεν κρατήθηκε. Ένα δυνατό αναφυλλητό άρχισε να την τραντάζει. Τα λόγια της, αλλοιωμένα απ' την ταραχή, ξεχώριζαν δύσκολα:
     - Θεέ μου πώς θα σωθούμε; Θα μας σφάξουν όλους! Ας πέθαινα μια και καλή, χωρίς να με βασανίσουν, χωρίς να ζήσω να δω αυτό που βλέπουν τα μάτια μου! Θεέ μου βοήθησέ μας! Βοήθησε το παιδί μου! Τι φταίει το αθώο μου πλασματάκι που δεν πρόλαβε ακόμα να δει το φως του ήλιου!
     Είχε κρύψει το πρόσωπό της μέσ' τις χούφτες της για να μειώσει το θόρυβο που έκανε το κλάμμα της. Η μάνα της, πούταν δίπλα της, την τράβηξε στην αγκαλιά της. Τα λόγια της λίγα, λες και φοβόταν μην κοπούν απότομα απ' την φωνή πούτρεμε:
     - Σώπα κόρη μου και κάνε κουράγιο! Δεν θα χαθούμε! Οι υπόλοιποι ήταν άφωνοι κι ακίνητοι. Οι θόρυβοι απ' τα πράγματα που καταστρεφόταν τρυπούσαν τ' αφτιά τους, σαν κοφτερά μαχαίρια. Κάπου-κάπου ακουγόταν κραυγές θριάμβου απ' το πλήθος, μόλις έβρισκαν κάτι καλό για λεηλασία. Ξαφνικά ακούστηκε η φωνή του Γιάννη Βαφειά, σταθερή, καθαρή και σιγανή μεσ' το σκοτάδι, σα ναρχόταν απ' το υπερπέραν:
     - Σε λίγο, θα πρέπει να ξαναβγούμε και να περπατήσουμε απ' την άκρη του κήπου, μέχρι το καρακόλι (Αστυνομικό Τμήμα). Εάν φθάσουμε εκεί, δε θα τολμήσουν να μας αφήσουν απ' έξω. Ο Διοικητής τους έχει πλουτίσει απ' τα μπαχτσίσια των Ρωμιών. Εδώ σε τούτη τη γωνιά της παράγκας υπάρχει ένας κουβάς. Πλάϊ σ' αυτό τον κουβά αφήνω το πορτοφόλι μου με τις οικονομίες μου. Μέσα έχει 5.000 λίρες. Όποιος από μας επιβιώσει να το ξέρει, νάρθει να τα πάρει!
     Η συγκίνηση όλων ήταν τέτοια που κανείς δεν άρθρωσε λέξη. Ακόμα κι η Όλγα σταμάτησε το κλάμμα. Όλοι τους κοίταζαν τώρα προς τα έξω.
     Οι διαδηλωτές βρισκόταν στο δεύτερο όροφο. Πετούσαν απ' τα παράθυρα καρέκλες, κάδρα, τραπεζομάντηλα, διακοσμητικά, τασάκια κι ότι άλλο έβρισκαν στον όροφο που κατέστρεφαν.
     Ο ουρανός ήταν κατακόκκινος και οι καπνοί μαζί με μια έντονη μυρωδιά καμμένου, έπνιγαν την ατμόσφαιρα. Ανάμεσα στο πανδαιμόνιο με το θόρυβο και τις κραυγές που ακουγόταν, ξεχώρισε ο θόρυβος μιας καμπάνας.
     - Καίνε την εκκλησία! ψυθίρησε η Ειρήνη Βαφειά με τρόμο. Καίνε τον Άγιο Κωνσταντίνο! Θεέ μου τι μεγάλο κακό!
     Σε λίγο μίλησε ο Θανάσης Βαφειάς:
     - Πρέπει να φύγουμε! Πρέπει να προσπαθήσουμε να φθάσουμε στο καρακόλι! Όλοι μαζί, χωρίς να χωρίσουμε. Ότι μας συμβεί, πρέπει νάναι για όλους!
     Ξαφνικά, ο Σιδερής Βαφειάς, φώναξε μάλλον, παρά μίλησε:

67-68

Λεωνιδας Κουμακης
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Μια πραγματικη ιστορια


Αν προτιματε την εντυπη μορφη του βιβλιου, στειλτε μηνυμα στη διευθυνση
HEC-Books@hec.greece.org

Προηγουμενη Σελιδα | Αρχικη Σελιδα | Διαρθρωση Σελιδων | Επομενη Σελιδα (69 - 204)


© For Internet 2001 HEC and Leonidas Koumakis. Updated on 19 June 2001.